στηλοκόπας: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stilokopas | |Transliteration C=stilokopas | ||
|Beta Code=sthloko/pas | |Beta Code=sthloko/pas | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tablet-glutton]] (formed like [[ματτυοκόπας]] (<b class="b3">-ης</b> ?)), | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tablet-glutton]] (formed like [[ματτυοκόπας]] (<b class="b3">-ης</b> ?)), [[epithet]] of Polemo, who went about copying the inscriptions on public monuments (στῆλαι), Herodic. ap. <span class="bibl">Ath.6.234d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 23 May 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A tablet-glutton (formed like ματτυοκόπας (-ης ?)), epithet of Polemo, who went about copying the inscriptions on public monuments (στῆλαι), Herodic. ap. Ath.6.234d.
Greek (Liddell-Scott)
στηλοκόπας: -ου, ὁ, ὁ τὰς στήλας κτυπῶν, ἐπίθετ. τοῦ Πολέμωνος, ὅστις περιήρχετο περιγράφων τὰς ἐπὶ δημοσίων μνημείων (στηλῶν) ἐπιγραφάς, Ἀθήν. 234D.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του περιηγητή Πολέμωνος ο οποίος περιόδευε και αντέγραφε τις επιγραφές τών δημόσιων μνημείων) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι τρώει τις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -κοπας (< κόπτω) σχηματισμένο κατά το ματτυοκόπης].