πολυνέφελος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polynefelos | |Transliteration C=polynefelos | ||
|Beta Code=polune/felos | |Beta Code=polune/felos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[overcast with clouds]], EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[overcast with clouds]], EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, [[epithet]] of [[Οὐρανός]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 23 May 2021
English (LSJ)
ον, A overcast with clouds, EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, epithet of Οὐρανός, Pi.N.3.10.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνέφελος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, λίαν νεφελώδης, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. τύπος πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.
Greek Monolingual
-ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α
(ως προσωνυμία του Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α-νέφελος].