βιοπλανής: Difference between revisions
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βιοπλᾰνής) -ές | |dgtxt=(βιοπλᾰνής) -ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. nom. βιοπλανές Call.<i>Fr</i>.489, acentuado βιόπλανες A.D.<i>Pron</i>.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.29]<br />[[de vida vagabunda]] de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.29<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[propio de una vida descarriada]] ἦθος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.15.19, [[ἄχθος]] ἀνάγκης Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.20.23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βιοπλανής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα [[προς]] το ζην, ο [[ζητιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλανώμαι]] «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»]. | |mltxt=[[βιοπλανής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα [[προς]] το ζην, ο [[ζητιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλανώμαι]] «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:21, 20 July 2021
English (LSJ)
ές, A wandering to get one's living, a beggar, βιοπλανές (poet. nom. pl. for -πλανέες) Call. Fr.497: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. Et.Gen., A.D.Pron.93.8.
German (Pape)
[Seite 445] ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βιοπλᾰνής: -ές, πλανώμενος ὅπως πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐπαίτης, βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.
Spanish (DGE)
(βιοπλᾰνής) -ές
• Morfología: [plu. nom. βιοπλανές Call.Fr.489, acentuado βιόπλανες A.D.Pron.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29]
de vida vagabunda de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29
•de abstr. propio de una vida descarriada ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.15.19, ἄχθος ἀνάγκης Nonn.Par.Eu.Io.20.23.
Greek Monolingual
βιοπλανής, -ές (Α)
αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα προς το ζην, ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -πλανής < πλανώμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].