δίγαμος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δίγᾰμος) -ον | |dgtxt=(δίγᾰμος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[que ha tenido dos bodas sucesivas]]de las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4<br /><b class="num">•</b>[[bígamo]] δίγαμοι, δίγονοί θ' [[ἅμα]] καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.<br /><b class="num">2</b> [[casado en segundas nupcias]] Basil.<i>Ep</i>.188.4, Origenes <i>Hom</i>.20.4 <i>in Ier</i>., <i>Comm.in Mt</i>.14.22, Hippol.<i>Haer</i>.9.12.22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο [[μετά]] τη [[διάλυση]] του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος. | |mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο [[μετά]] τη [[διάλυση]] του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 20 July 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A married to two people, adulterous, Stes.26, Man. 5.291.
German (Pape)
[Seite 615] zum zweitenmal verheirathet; Stesichor. bei Schol. Eur. Or. 243; Man. 5, 291.
Greek (Liddell-Scott)
δίγαμος: -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, μοιχός, Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12.
Spanish (DGE)
(δίγᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que ha tenido dos bodas sucesivasde las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4
•bígamo δίγαμοι, δίγονοί θ' ἅμα καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.
2 casado en segundas nupcias Basil.Ep.188.4, Origenes Hom.20.4 in Ier., Comm.in Mt.14.22, Hippol.Haer.9.12.22.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος
2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.