ἀλειπτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄλειπτον Hdn.Gr.2.472<br />[[untado]] Hdn.Gr.2.472<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[untos]] ἐπίχρισις ἀλειπτῶν Hp.<i>Liqu</i>.7.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄλειπτον Hdn.Gr.2.472<br />[[untado]] Hdn.Gr.2.472<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[untos]] ἐπίχρισις ἀλειπτῶν Hp.<i>Liqu</i>.7.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλειπτός Medium diacritics: ἀλειπτός Low diacritics: αλειπτός Capitals: ΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: aleiptós Transliteration B: aleiptos Transliteration C: aleiptos Beta Code: a)leipto/s

English (LSJ)

όν, A anointed, smeared, Hdn.Gr.2.472: ἀλειπτά, τά, ointments, Hp.Liqu.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλειπτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀλείφω = ἀληλιμμένος ἢ ἀλοιφῆς ἐπιδεκτικός, Κλήμ. Ἀλ. 240.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): ἄλειπτον Hdn.Gr.2.472
untado Hdn.Gr.2.472
subst. τὰ ἀ. untos ἐπίχρισις ἀλειπτῶν Hp.Liqu.7.

Greek Monolingual

ἄλειπτος, -ον (Α) λείπω
αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος.

Greek Monolingual

ἀλειπτός, -όν (Α)
1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν
μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες
τὰ ἀλειπτά
φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλειπτούτσικον].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλειπτός -ή -όν ἀλείφω ingesmeerd, alleen subst. n. plur. τὰ ἀλειπτά zalfjes.