ἀμφοδάρχης: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀναμφοδάρχης]] <i>PStras</i>.220.2 en <i>BL</i> 3.233<br />funcionario fiscal [[responsable de un distrito]], <i>BGU</i> 1179 (I a.C.), 2088.3 (I a.C.), <i>PGen</i>.4.10 (I a.C.), <i>PLond</i>.604B.153 (I a.C.), <i>POxy</i>.2756.1 (I a.C.), <i>PWarren</i> 2.16 (I a.C.), <i>OGI</i> 483.82 (Pérgamo II a.C.), <i>PSI</i> 1062.3 (II a.C.), <i>PStras</i>.l.c.<br /><b class="num">•</b>en tiempo de guerra con func. milit., Ph.<i>Bel</i>.93.8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφοδάρχης]], ο (Α)<br />ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ [[ἄμφοδον]])<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμφοδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]].<br /><b>(II)</b><br />ο <b>αρχ.</b><br />[[αξιωματούχος]] της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως [[καθήκον]] την [[επιθεώρηση]] των [[οδών]] ([[αμφόδων]]) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας [[κατά]] συνοικίες. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφοδάρχης]], ο (Α)<br />ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ [[ἄμφοδον]])<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμφοδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]].<br /><b>(II)</b><br />ο <b>αρχ.</b><br />[[αξιωματούχος]] της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως [[καθήκον]] την [[επιθεώρηση]] των [[οδών]] ([[αμφόδων]]) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας [[κατά]] συνοικίες. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 20 July 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (A ἄμφοδον 11) officer commanding troops levied in a ward, Ph.Bel.93.8: also a civil official, OGI483.82 (Pergam.), Wilcken Chrest.61 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 145] ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοδάρχης: ὁ, ἐπιστάτης μιᾶς ἀμφόδου, Φίλ. Βελοπ. σ. 93. 8.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀναμφοδάρχης PStras.220.2 en BL 3.233
funcionario fiscal responsable de un distrito, BGU 1179 (I a.C.), 2088.3 (I a.C.), PGen.4.10 (I a.C.), PLond.604B.153 (I a.C.), POxy.2756.1 (I a.C.), PWarren 2.16 (I a.C.), OGI 483.82 (Pérgamo II a.C.), PSI 1062.3 (II a.C.), PStras.l.c.
•en tiempo de guerra con func. milit., Ph.Bel.93.8.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφοδάρχης, ο (Α)
ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + -αρχης < ἄρχω].
(II)
ο αρχ.
αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας κατά συνοικίες.