ἀναπετής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμπετής]] Heliod.<i>Ital</i>.<br />[[abierto]] ἀδένες Hp.<i>Gland</i>.9, ὀφθαλμοί Aret.<i>SA</i> 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμπετής]] Heliod.<i>Ital</i>.<br />[[abierto]] ἀδένες Hp.<i>Gland</i>.9, ὀφθαλμοί Aret.<i>SA</i> 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπετής Medium diacritics: ἀναπετής Low diacritics: αναπετής Capitals: ΑΝΑΠΕΤΗΣ
Transliteration A: anapetḗs Transliteration B: anapetēs Transliteration C: anapetis Beta Code: a)napeth/s

English (LSJ)

ές, (πετάννυμι) A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6. II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).

German (Pape)

[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.

Greek Monolingual

(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.
(II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπετής: поэт. ἀμπετής 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς κόνις Aesch.).