ἀνθράκωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα. | |mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.
German (Pape)
[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.
Greek Monolingual
και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.