ἄλησις: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ιος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[curso]], [[carrera]] ἡλίοιο Arat.319. < [[ἄλησις]] [[ἀλησμόνητος]] > [[ἄλησις]], -εως, ἡ<br />[[molienda]], <i>Gp</i>.9.19.7.
|dgtxt=-ιος, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[curso]], [[carrera]] ἡλίοιο Arat.319. < [[ἄλησις]] [[ἀλησμόνητος]] > [[ἄλησις]], -εως, ἡ<br />[[molienda]], <i>Gp</i>.9.19.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλησις]] (-εως), ο (Α) [[ἀλῶμαι]]<br />[[περιπλάνηση]], [[περιφορά]] (του ήλιου).<br /><b>(II)</b><br />[[ἄλησις]] (-εως), η (Α) [[ἀλῶ]]<br />[[άλεση]], [[άλεσμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλησις]] (-εως), ο (Α) [[ἀλῶμαι]]<br />[[περιπλάνηση]], [[περιφορά]] (του ήλιου).<br /><b>(II)</b><br />[[ἄλησις]] (-εως), η (Α) [[ἀλῶ]]<br />[[άλεση]], [[άλεσμα]].
}}
}}

Revision as of 10:54, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλησις Medium diacritics: ἄλησις Low diacritics: άλησις Capitals: ΑΛΗΣΙΣ
Transliteration A: álēsis Transliteration B: alēsis Transliteration C: alisis Beta Code: a)/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀλάομαι) A = ἄλη, of the course of the sun, Arat. 319. II (ἀλέω A) grinding, Gp.9.19.7.

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, = ἄλη, Umlauf der Sonne, Arat. 318. – Bei Geopon. das Mahlen.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλησις: -εως, ἡ (ἀλάομαι), = ἄλη, περὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου. Ἄρατ. 319. ΙΙ. (ἀλέω) = τὸ ἀλήθειν, Achmes Ὀνειρ. 194, Γεωπ. 9.19· πρβλ. ἄλεσις.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
curso, carrera ἡλίοιο Arat.319. < ἄλησις ἀλησμόνητος > ἄλησις, -εως, ἡ
molienda, Gp.9.19.7.

Greek Monolingual

(I)
ἄλησις (-εως), ο (Α) ἀλῶμαι
περιπλάνηση, περιφορά (του ήλιου).
(II)
ἄλησις (-εως), η (Α) ἀλῶ
άλεση, άλεσμα.