ἐναντίβιος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[contrario]], [[hostil]] c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. <i>AP</i> 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.<br /><b class="num">2</b> neutr. como adv. [[frente a frente]], [[cara a cara]] ἐναντίβιον μαχέσασθαι <i>Il</i>.8.168, πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν <i>Il</i>.20.130, στῆναι <i>Il</i>.21.266, <i>Od</i>.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν <i>Il</i>.20.85.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[βία]].
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[contrario]], [[hostil]] c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. <i>AP</i> 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.<br /><b class="num">2</b> neutr. como adv. [[frente a frente]], [[cara a cara]] ἐναντίβιον μαχέσασθαι <i>Il</i>.8.168, πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν <i>Il</i>.20.130, στῆναι <i>Il</i>.21.266, <i>Od</i>.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν <i>Il</i>.20.85.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[βία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:00, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐβῐος Medium diacritics: ἐναντίβιος Low diacritics: εναντίβιος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΒΙΟΣ
Transliteration A: enantíbios Transliteration B: enantibios Transliteration C: enantivios Beta Code: e)nanti/bios

English (LSJ)

ον, A set against, hostile, αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος AP10.8 (Arch., Herm. for οὔποτε ἀντιβίας): elsewh. neut. as Adv., face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, 11.8.168, 10.451, etc.; ἐλθεῖν 20.130; στῆναι 21.266: c.gen., Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85.--Only poet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίβῐος: -ον, ἐχθρικῶς διακείμενος, αἰθυίαις οὔποτ᾿ ἐναντίβιος Ἀνθ. Π. 10. 8 (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ οὔποτε ἀντιβίας)· ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἐπίρρ., πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἐναντίβιον μαχέσασθαι Ἰλ. Θ. 168, ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Κ. 451, κτλ.· ἐλθεῖν Υ. 130· στῆναι Φ. 266· μετὰ γεν., Ἀχιλῆος ἐν. πολεμίζειν Υ. 85. ‒ Μόνον Ἐπικ.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-τῐ-]
1 contrario, hostil c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. AP 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.
2 neutr. como adv. frente a frente, cara a cara ἐναντίβιον μαχέσασθαι Il.8.168, πολεμίξων Il.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν Il.20.130, στῆναι Il.21.266, Od.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν Il.20.85.
• Etimología: Cf. βία.

Greek Monolingual

ἐναντίβιος, -ον (Α)
1. εχθρικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον
εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐναντίβῐος: -ον, αυτός που διάκειται εχθρικά, εχθρικός, σε Ανθ.· ως επίρρ., πρόσωπο με πρόσωπο, αντικρυστά, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐν-αντίβῐος, ον adj
set against, hostile, Anth.:—as adv. face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν Il.