ἐπίμικτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίμικτος]] και [[ἐπίμεικτος]], -ον (Α) | |mltxt=[[ἐπίμικτος]] και [[ἐπίμεικτος]], -ον (Α) [[επιμίγνυμι]]<br /><b>1.</b> ανακατωμένος<br /><b>2.</b> [[κοινός]] («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές<br /><b>4.</b> (για στίχο ή [[ποίημα]]) [[εκείνος]] που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίμικτος:''' досл. смешанный, ирон. путаный ([[Πρωταγόρης]] [[Timon]] ap. Diog. L.). | |elrutext='''ἐπίμικτος:''' досл. смешанный, ирон. путаный ([[Πρωταγόρης]] [[Timon]] ap. Diog. L.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 25 July 2021
English (LSJ)
late spelling of ἐπίμεικτος, etc.
German (Pape)
[Seite 963] beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμικτος: -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.
Greek Monolingual
ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) επιμίγνυμι
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμικτος: досл. смешанный, ирон. путаный (Πρωταγόρης Timon ap. Diog. L.).