πεδιονόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pedionomos
|Transliteration C=pedionomos
|Beta Code=pediono/mos
|Beta Code=pediono/mos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dwelling in the plain]], <b class="b3">π. θεοί</b> [[rural]] deities, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 272</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dwelling in the plain]], πεδιονόμοι θεοί = [[rural]] deities, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 272</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεδιονόμος -ον [πεδίον, νέμω] wonend op de vlakte.
|elnltext=πεδιονόμος -ον [πεδίον, νέμω] wonend op de vlakte.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεδιο-[[νόμος]], ον, [[νέμομαι]]<br />[[dwelling]] in plains, π. θεοί gods of the [[country]], Aesch.
|mdlsjtxt=πεδιο-[[νόμος]], ον, [[νέμομαι]]<br />[[dwelling]] in plains, π. θεοί gods of the [[country]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 08:18, 31 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδιονόμος Medium diacritics: πεδιονόμος Low diacritics: πεδιονόμος Capitals: ΠΕΔΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: pedionómos Transliteration B: pedionomos Transliteration C: pedionomos Beta Code: pediono/mos

English (LSJ)

ον, A dwelling in the plain, πεδιονόμοι θεοί = rural deities, A.Th. 272.

German (Pape)

[Seite 541] die Ebenen oder die Felder bewohnend, von Göttern, Aesch. Spt. 254.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιονόμος: -ον, (νέμομαι) ὁ κατοικῶν ἐν πεδιάδι, π. θεοί, οἱ τῶν πεδίων θεοί, Αἰσχύλ. Θήβ. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite les plaines.
Étymologie: πεδίον, νέμω.

Greek Monolingual

-ο / πεδιονόμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος
ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών της Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα
2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -νόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pedionomus].

Greek Monotonic

πεδιονόμος: -ον (νέμομαι), αυτός που κατοικεί σε πεδιάδες, πεδιονόμοι θεοί, θεοί της χώρας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πεδιονόμος: обитающий на равнинах, полевой (θεοί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδιονόμος -ον [πεδίον, νέμω] wonend op de vlakte.

Middle Liddell

πεδιο-νόμος, ον, νέμομαι
dwelling in plains, π. θεοί gods of the country, Aesch.