ἁμαξόβιος: Difference between revisions
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que vive en carromatos]]de pueblos nómadas (escitas, etc.), Porph.<i>Abst</i>.3.15, Iust.Phil.<i>Dial</i>.117.5, Chrys.M.61.506, Thdt.M.80.1220A.<br /><b class="num">2</b> como n. pr. οἱ ἁ. [[hamaxobios]] o [[Gente de los carros]] tribu de la Sarmacia europea, Ptol.<i>Geog</i>.3.5.19. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que vive en carromatos]] de pueblos nómadas (escitas, etc.), Porph.<i>Abst</i>.3.15, Iust.Phil.<i>Dial</i>.117.5, Chrys.M.61.506, Thdt.M.80.1220A.<br /><b class="num">2</b> como n. pr. οἱ ἁ. [[hamaxobios]] o [[Gente de los carros]] tribu de la Sarmacia europea, Ptol.<i>Geog</i>.3.5.19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἁμαξόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την [[άμαξα]] και ως [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του [[επάνω]] σε [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἁμαξόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την [[άμαξα]] και ως [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του [[επάνω]] σε [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 9 August 2021
English (LSJ)
ον, A living in wagons, as nomad tribes do, Porph.Abst. 3.15.
German (Pape)
[Seite 116] auf dem Wagen lebend, von den Scythen, die als Nomaden ihr Hab u. Gut auf Wagen mit sich führen, Strab. Ebenso
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξόβιος: -ον, ὁ ἐφ’ ἁμάξης διάγων τὸν βίον, ὡς αἱ νομαδικαὶ φυλαί, Πορφ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψ. 3. 15, πρβλ. Ὁράτ. Carm. 3. 24, 10.
Spanish (DGE)
-ον
1 que vive en carromatos de pueblos nómadas (escitas, etc.), Porph.Abst.3.15, Iust.Phil.Dial.117.5, Chrys.M.61.506, Thdt.M.80.1220A.
2 como n. pr. οἱ ἁ. hamaxobios o Gente de los carros tribu de la Sarmacia europea, Ptol.Geog.3.5.19.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον)
1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία
2. αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + βίος.