βερίκοκο: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον)<br />ο [[καρπός]] της βερικοκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. [[βερίκοκκον]] / <i>βερικόκκιον</i> αποτελούν μεταπλασμένους τύπους <span style="color: red;"><</span> <i>πραικόκιον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>praeco quum</i>, ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. επιθ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>praecox</i> / <i>praecoquus</i> «[[πρόωρος]], αυτός που ωριμάζει πρόωρα») λόγω του ότι αυτά τα φρούτα ωριμάζουν γρηγορότερα από τα ροδάκινα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τα [[βερίκοκκον]] / <i>βερικόκκιον</i> ανάγονται στην αντίστοιχη αρμενική λ. που δήλωνε το [[βερίκοκο]] (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>barquq</i>), δεδομένου ότι το [[φρούτο]] αυτό εισήχθη στην [[Ελλάδα]] και στην Ιταλία από την Αρμενία. Η [[γραφή]] με δύο -<i>κ</i>- των ελλ. <i>βερικόκκιον</i> και [[βερίκοκκον]] οφείλεται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[κόκκος]]. Ορθότερη [[είναι]], ως εκ τούτου, η [[γραφή]] [[βερίκοκο]] με ένα -<i>κ</i>-. Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[τέλος]], ότι το ελλ. <i>πραικόκιον</i> εισήχθη εν συνεχεία ως [[δάνειο]] στην Αραβική (<i>al</i>- <i>burq</i><i>ū</i><i>q</i>, <i>al</i>- <i>birq</i><i>ū</i><i>q</i>), απ' όπου προήλθε και η [[ονομασία]] της λ. στην Αγγλική (<i>apricot</i>), στη Γαλλική (<i>abricot</i>), στη Γερμανική (<i>Aprikose</i>), στην Ιταλική (<i>albicocca</i>) κ.ά.].
|mltxt=το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον)<br />ο [[καρπός]] της βερικοκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. [[βερίκοκκον]] / <i>βερικόκκιον</i> αποτελούν μεταπλασμένους τύπους <span style="color: red;"><</span> <i>πραικόκιον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>praeco quum</i>, ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. επιθ. ([[πρβλ]]. <i>praecox</i> / <i>praecoquus</i> «[[πρόωρος]], αυτός που ωριμάζει πρόωρα») λόγω του ότι αυτά τα φρούτα ωριμάζουν γρηγορότερα από τα ροδάκινα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τα [[βερίκοκκον]] / <i>βερικόκκιον</i> ανάγονται στην αντίστοιχη αρμενική λ. που δήλωνε το [[βερίκοκο]] ([[πρβλ]]. περσ. <i>barquq</i>), δεδομένου ότι το [[φρούτο]] αυτό εισήχθη στην [[Ελλάδα]] και στην Ιταλία από την Αρμενία. Η [[γραφή]] με δύο -<i>κ</i>- των ελλ. <i>βερικόκκιον</i> και [[βερίκοκκον]] οφείλεται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[κόκκος]]. Ορθότερη [[είναι]], ως εκ τούτου, η [[γραφή]] [[βερίκοκο]] με ένα -<i>κ</i>-. Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[τέλος]], ότι το ελλ. <i>πραικόκιον</i> εισήχθη εν συνεχεία ως [[δάνειο]] στην Αραβική (<i>al</i>- <i>burq</i><i>ū</i><i>q</i>, <i>al</i>- <i>birq</i><i>ū</i><i>q</i>), απ' όπου προήλθε και η [[ονομασία]] της λ. στην Αγγλική (<i>apricot</i>), στη Γαλλική (<i>abricot</i>), στη Γερμανική (<i>Aprikose</i>), στην Ιταλική (<i>albicocca</i>) κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον)
ο καρπός της βερικοκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. βερίκοκκον / βερικόκκιον αποτελούν μεταπλασμένους τύπους < πραικόκιον < λατ. praeco quum, ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. επιθ. (πρβλ. praecox / praecoquus «πρόωρος, αυτός που ωριμάζει πρόωρα») λόγω του ότι αυτά τα φρούτα ωριμάζουν γρηγορότερα από τα ροδάκινα. Κατ' άλλη άποψη, τα βερίκοκκον / βερικόκκιον ανάγονται στην αντίστοιχη αρμενική λ. που δήλωνε το βερίκοκο (πρβλ. περσ. barquq), δεδομένου ότι το φρούτο αυτό εισήχθη στην Ελλάδα και στην Ιταλία από την Αρμενία. Η γραφή με δύο -κ- των ελλ. βερικόκκιον και βερίκοκκον οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του κόκκος. Ορθότερη είναι, ως εκ τούτου, η γραφή βερίκοκο με ένα -κ-. Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, ότι το ελλ. πραικόκιον εισήχθη εν συνεχεία ως δάνειο στην Αραβική (al- burqūq, al- birqūq), απ' όπου προήλθε και η ονομασία της λ. στην Αγγλική (apricot), στη Γαλλική (abricot), στη Γερμανική (Aprikose), στην Ιταλική (albicocca) κ.ά.].