βερίκοκο

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον)
ο καρπός της βερικοκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. βερίκοκκον / βερικόκκιον αποτελούν μεταπλασμένους τύπους < πραικόκιον < λατ. praeco quum, ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. επιθ. (πρβλ. praecox / praecoquus «πρόωρος, αυτός που ωριμάζει πρόωρα») λόγω του ότι αυτά τα φρούτα ωριμάζουν γρηγορότερα από τα ροδάκινα. Κατ' άλλη άποψη, τα βερίκοκκον / βερικόκκιον ανάγονται στην αντίστοιχη αρμενική λ. που δήλωνε το βερίκοκο (πρβλ. περσ. barquq), δεδομένου ότι το φρούτο αυτό εισήχθη στην Ελλάδα και στην Ιταλία από την Αρμενία. Η γραφή με δύο -κ- των ελλ. βερικόκκιον και βερίκοκκον οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του κόκκος. Ορθότερη είναι, ως εκ τούτου, η γραφή βερίκοκο με ένα -κ-. Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, ότι το ελλ. πραικόκιον εισήχθη εν συνεχεία ως δάνειο στην Αραβική (al- burqūq, al- birqūq), απ' όπου προήλθε και η ονομασία της λ. στην Αγγλική (apricot), στη Γαλλική (abricot), στη Γερμανική (Aprikose), στην Ιταλική (albicocca) κ.ά.].