αχαμνός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ ἀχαμνός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[πλαδαρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[χαλαρός]]<br /><b>3.</b> [[ασθενικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>4.</b> [[αδύνατος]], [[ισχνός]]<br /><b>5.</b> [[άρρωστος]]<br /><b>6.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>7.</b> (για [[λόγια]]) [[ασθενικός]], [[σιγανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>φρ.</b> «το αχαμνό [[μέρος]]» — [[γυναίκα]] ή ανύπαντρη [[κόρη]] που χρειάζεται [[προστασία]]<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[ατύχημα]], [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> α) οι όρχεις<br />β) η βουβωνική [[χώρα]]<br />III. (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>αχαμνά</i><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[ένταση]], ασθενικά<br /><b>2.</b> [[χαλαρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[είμαι]]...» ή «βρίσκομαι αχαμνά» — [[είμαι]] [[άρρωστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span>[[χαμνός]] <span style="color: red;"><</span> <i>χαυνός</i> <span style="color: red;"><</span> [[χαύνος]] «[[πλαδαρός]], [[μαλακός]]». Για την [[τροπή]] του συμπλέγματος -<i>υν</i>- (λίγο) (=<i>βν</i>) σε -<i>μν</i>- <b>[[πρβλ]].</b> [[ελαύνω]]-[[λάμνω]], [[εύνοστος]]-[[έμνοστος]]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ ἀχαμνός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[πλαδαρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[χαλαρός]]<br /><b>3.</b> [[ασθενικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>4.</b> [[αδύνατος]], [[ισχνός]]<br /><b>5.</b> [[άρρωστος]]<br /><b>6.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>7.</b> (για [[λόγια]]) [[ασθενικός]], [[σιγανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>φρ.</b> «το αχαμνό [[μέρος]]» — [[γυναίκα]] ή ανύπαντρη [[κόρη]] που χρειάζεται [[προστασία]]<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[ατύχημα]], [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> α) οι όρχεις<br />β) η βουβωνική [[χώρα]]<br />III. (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>αχαμνά</i><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[ένταση]], ασθενικά<br /><b>2.</b> [[χαλαρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[είμαι]]...» ή «βρίσκομαι αχαμνά» — [[είμαι]] [[άρρωστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span>[[χαμνός]] <span style="color: red;"><</span> <i>χαυνός</i> <span style="color: red;"><</span> [[χαύνος]] «[[πλαδαρός]], [[μαλακός]]». Για την [[τροπή]] του συμπλέγματος -<i>υν</i>- (λίγο) (=<i>βν</i>) σε -<i>μν</i>- [[πρβλ]]. [[ελαύνω]]-[[λάμνω]], [[εύνοστος]]-[[έμνοστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀχαμνός, -ή, -όν)
1. πλαδαρός, μαλακός
2. χαλαρός
3. ασθενικός, αδύνατος
4. αδύνατος, ισχνός
5. άρρωστος
6. βλαβερός
7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός
νεοελλ.
Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» — γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία
II. το ουδ. ως ουσ.
1. ατύχημα, κακό
2. πληθ. α) οι όρχεις
β) η βουβωνική χώρα
III. (το ουδ. ως επίρρ.) αχαμνά
1. χωρίς ένταση, ασθενικά
2. χαλαρά
3. φρ. «είμαι...» ή «βρίσκομαι αχαμνά» — είμαι άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) +χαμνός < χαυνός < χαύνος «πλαδαρός, μαλακός». Για την τροπή του συμπλέγματος -υν- (λίγο) (=βν) σε -μν- πρβλ. ελαύνω-λάμνω, εύνοστος-έμνοστος].