βότρυχος: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βότρυχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το ξυλώδες [[μέρος]] του σταφυλιού, το [[τσάμπουρο]]<br /><b>2.</b> ο [[βόστρυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυχος]] προήλθε από συμφυρμό των λέξεων [[βότρυς]] και [[βόστρυχος]] ( | |mltxt=[[βότρυχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το ξυλώδες [[μέρος]] του σταφυλιού, το [[τσάμπουρο]]<br /><b>2.</b> ο [[βόστρυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυχος]] προήλθε από συμφυρμό των λέξεων [[βότρυς]] και [[βόστρυχος]] ([[πρβλ]]. και [[βοστρύχιον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A = βόστρυχος, Pherecr.189, cj.in E.Or.1267 (lyr.). II peduncle of bunch of grapes, Gal.6.577.
German (Pape)
[Seite 455] ὁ, 1) Traubenstengel, Galen. – 2) = βόστρυχος, Bergk Anacr. frg. p. 255.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 c. βόστρυχος;
2 tige d’une grappe.
Étymologie: βότρυς.
Spanish (DGE)
(βότρῠχος) -ου, ὁ bucle ὦ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομῶν Pherecr.202 (cód. βοστρύχοισι), E.Or.1267 (cj. pero cf. βόστρ-).
• Etimología: Cruce de βόστρυχος y βότρυς qq.u.
Greek Monolingual
βότρυχος, ο (Α)
1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο
2. ο βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)].
Greek Monotonic
βότρῠχος: ὁ, = βόστρυχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βότρυχος -ου, ὁ haarlok.