Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βότρυχος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βότρυχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το ξυλώδες [[μέρος]] του σταφυλιού, το [[τσάμπουρο]]<br /><b>2.</b> ο [[βόστρυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυχος]] προήλθε από συμφυρμό των λέξεων [[βότρυς]] και [[βόστρυχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βοστρύχιον]])].
|mltxt=[[βότρυχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το ξυλώδες [[μέρος]] του σταφυλιού, το [[τσάμπουρο]]<br /><b>2.</b> ο [[βόστρυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυχος]] προήλθε από συμφυρμό των λέξεων [[βότρυς]] και [[βόστρυχος]] ([[πρβλ]]. και [[βοστρύχιον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βότρῠχος Medium diacritics: βότρυχος Low diacritics: βότρυχος Capitals: ΒΟΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: bótrychos Transliteration B: botrychos Transliteration C: votrychos Beta Code: bo/truxos

English (LSJ)

ὁ, A = βόστρυχος, Pherecr.189, cj.in E.Or.1267 (lyr.). II peduncle of bunch of grapes, Gal.6.577.

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, 1) Traubenstengel, Galen. – 2) = βόστρυχος, Bergk Anacr. frg. p. 255.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 c. βόστρυχος;
2 tige d’une grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

(βότρῠχος) -ου, ὁ bucle ὦ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομῶν Pherecr.202 (cód. βοστρύχοισι), E.Or.1267 (cj. pero cf. βόστρ-).
• Etimología: Cruce de βόστρυχος y βότρυς qq.u.

Greek Monolingual

βότρυχος, ο (Α)
1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο
2. ο βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)].

Greek Monotonic

βότρῠχος: ὁ, = βόστρυχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βότρυχος -ου, ὁ haarlok.