δαμετζάνα: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νταμιτζάνα]], η<br />[[δοχείο]] υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βεν.)</b> <i>damegiana</i> ή <span style="color: red;"><</span> <b>γαλλ.</b> <i>dame</i> -<i>jeanne</i> <span style="color: red;"><</span> <i>dame</i> «[[κυρία]]» <span style="color: red;">+</span> <i>Jeanne</i> «Ιωάννα». Η [[απόδοση]] με <i>δ</i>- (:[[δαμετζάνα]]) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη [[διόρθωση]] της φωνητικής αποδόσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βόμβα]]-[[μπόμπα]], <i>μοδέλο</i>-[[μοντέλο]]). Πιθ. το [[σχήμα]] του δοχείου επηρέασε και την [[ονομασία]] του (<b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>damigiana</i>, αγγλ. <i>demijohn</i>)].
|mltxt=και [[νταμιτζάνα]], η<br />[[δοχείο]] υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βεν.)</b> <i>damegiana</i> ή <span style="color: red;"><</span> <b>γαλλ.</b> <i>dame</i> -<i>jeanne</i> <span style="color: red;"><</span> <i>dame</i> «[[κυρία]]» <span style="color: red;">+</span> <i>Jeanne</i> «Ιωάννα». Η [[απόδοση]] με <i>δ</i>- (:[[δαμετζάνα]]) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη [[διόρθωση]] της φωνητικής αποδόσεως ([[πρβλ]]. [[βόμβα]]-[[μπόμπα]], <i>μοδέλο</i>-[[μοντέλο]]). Πιθ. το [[σχήμα]] του δοχείου επηρέασε και την [[ονομασία]] του ([[πρβλ]]. ιταλ. <i>damigiana</i>, αγγλ. <i>demijohn</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

και νταμιτζάνα, η
δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame -jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ- (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως (πρβλ. βόμβα-μπόμπα, μοδέλο-μοντέλο). Πιθ. το σχήμα του δοχείου επηρέασε και την ονομασία του (πρβλ. ιταλ. damigiana, αγγλ. demijohn)].