ειλεός: Difference between revisions
Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιλεός, ο (AM [[εἰλεός]] και [[ἰλεός]])<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[τμήμα]] του λεπτού εντέρου<br /><b>2.</b> [[διακοπή]] της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική [[συστροφή]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]], [[τρύπα]] άγριου ζώου<br /><b>2.</b> [[ελεός]], [[τραπέζι]] του μάγειρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ειλεός]] «[[στροφή]]», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[ειλεός]]<br />η του θηρίου [[κατάδυσις]] και [[στρόφος]]», όσο και ο [[παράλληλος]] τ. <i>ιλεός</i>, του οποίου το αρχικό <i>ι</i> οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ίλλω]] ( | |mltxt=και ιλεός, ο (AM [[εἰλεός]] και [[ἰλεός]])<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[τμήμα]] του λεπτού εντέρου<br /><b>2.</b> [[διακοπή]] της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική [[συστροφή]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]], [[τρύπα]] άγριου ζώου<br /><b>2.</b> [[ελεός]], [[τραπέζι]] του μάγειρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ειλεός]] «[[στροφή]]», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[ειλεός]]<br />η του θηρίου [[κατάδυσις]] και [[στρόφος]]», όσο και ο [[παράλληλος]] τ. <i>ιλεός</i>, του οποίου το αρχικό <i>ι</i> οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ίλλω]] ([[πρβλ]]. [[είλιγγος]]-, [[ίλιγγος]]) [[είτε]] σε ιωτακισμό, συνδέονται με το <i>ειλώ</i> (2). Με τη [[σημασία]] «[[φωλιά]] ζώου» η λ. συνδέεται με το [[ειλύω]] ([[πρβλ]]. [[ειλυθμός]], [[ειλυός]], πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[ειλεός]]). Στο [[ειλεός]] απαντά [[επίθημα]] -<i>εός</i> ([[πρβλ]]. [[κολεός]], [[φωλεός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].