επίπολος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπολος]], -ον (Α)<br />[[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]] («σὺ μὲν ἐμὸς [[ἐπίπολος]] ἔτι [[μόνιμος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πoλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιπόλος]], [[ακροπόλος]], [[ονειροπόλος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἐπίπολος]], -ον (Α)<br />[[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]] («σὺ μὲν ἐμὸς [[ἐπίπολος]] ἔτι [[μόνιμος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πoλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] ([[πρβλ]]. [[αιπόλος]], [[ακροπόλος]], [[ονειροπόλος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].