ερυσίπελας: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐρυσίπελας]]) [[λοιμώδης]] [[νόσος]] που χαρακτηρίζεται από [[οξεία]] στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. [[ανεμοπύρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (II) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πελ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλμα]]). Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>βροντησι</i>-<i>κέραυνος</i> ( | |mltxt=το (AM [[ἐρυσίπελας]]) [[λοιμώδης]] [[νόσος]] που χαρακτηρίζεται από [[οξεία]] στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. [[ανεμοπύρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (II) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πελ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλμα]]). Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>βροντησι</i>-<i>κέραυνος</i> ([[πρβλ]]. [[ερυσίβη]])). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM ἐρυσίπελας) λοιμώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από οξεία στρεπτοκοκκική δερμοεπιδερμίτιδα, κν. ανεμοπύρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (II) + θ. πελ- (βλ. λ. πέλμα). Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος, βροντησι-κέραυνος (πρβλ. ερυσίβη)).