επιτελάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[αρχηγός]] επιτελείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιτελείο]] <span style="color: red;">+</span> <i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]] «[[διοικώ]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[εργοστασιάρχης]], [[τελετάρχης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο<br />[[αρχηγός]] επιτελείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιτελείο]] <span style="color: red;">+</span> <i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]] «[[διοικώ]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[εργοστασιάρχης]], [[τελετάρχης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
αρχηγός επιτελείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελείο + άρχης (< άρχω «διοικώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εργοστασιάρχης, τελετάρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].