ετερόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόγλωσσος]], -ον και αττ. [[τύπος]] ἑτερόγλωττος, -ον)<br />αυτός που μιλά [[άλλη]] [[γλώσσα]], ο [[ξενόγλωσσος]], ο [[αλλόγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερογλώσσως</i><br />σε [[ξένη]] [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόγλωσσος]], -ον και αττ. [[τύπος]] ἑτερόγλωττος, -ον)<br />αυτός που μιλά [[άλλη]] [[γλώσσα]], ο [[ξενόγλωσσος]], ο [[αλλόγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερογλώσσως</i><br />σε [[ξένη]] [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>γλωσσος</i>, <i>εύ-γλωσσος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόγλωσσος, -ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες.
επίρρ...
ἑτερογλώσσως
σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί-γλωσσος, εύ-γλωσσος].