ευφραδής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφραδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ευχερή [[έκφραση]], ο [[εύγλωττος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται σωστά ή με [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> ο εκφρασμένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφραδώς</i> (Α εὐφραδέως)<br />με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>φράδ</i>-<i>jω</i> «[[μιλώ]], [[λέγω]]»), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφραδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ευχερή [[έκφραση]], ο [[εύγλωττος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται σωστά ή με [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> ο εκφρασμένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφραδώς</i> (Α εὐφραδέως)<br />με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>φράδ</i>-<i>jω</i> «[[μιλώ]], [[λέγω]]»), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-[[φραδής]], <i>κακο</i>-[[φραδής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφραδής, -ές)
αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια
2. ο εκφρασμένος καλά.
επίρρ...
ευφραδώς (Α εὐφραδέως)
με ευγλωττία, με ευφράδεια
αρχ.
1. καθαρά, με σαφήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραδής (< φράζω < φράδ-jω «μιλώ, λέγω»), πρβλ. θεο-φραδής, κακο-φραδής.