ευράξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐράξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλαγίως, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐράξ]] [[πατάξ]]» — [[αναφώνηση]], [[επιφώνημα]] [[προς]] [[εκδίωξη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ευράξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαξ</i>, [[οδάξ]], <i>παξ</i>), συσχετίστηκε με τον τ. [[ευρύς]], εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>δε Fράξ</i> (<i>Fραξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ράσσω]], <i>ράττω</i> «[[χτυπώ]], ωθώ, [[προσκρούω]]»].
|mltxt=[[εὐράξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλαγίως, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐράξ]] [[πατάξ]]» — [[αναφώνηση]], [[επιφώνημα]] [[προς]] [[εκδίωξη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ευράξ]] ([[πρβλ]]. <i>λαξ</i>, [[οδάξ]], <i>παξ</i>), συσχετίστηκε με τον τ. [[ευρύς]], εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>δε Fράξ</i> (<i>Fραξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ράσσω]], <i>ράττω</i> «[[χτυπώ]], ωθώ, [[προσκρούω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐράξ (Α)
επίρρ.
1. πλαγίως, στα πλάγια
2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].