ευράξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐράξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλαγίως, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐράξ]] [[πατάξ]]» — [[αναφώνηση]], [[επιφώνημα]] [[προς]] [[εκδίωξη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ευράξ]] ( | |mltxt=[[εὐράξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλαγίως, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐράξ]] [[πατάξ]]» — [[αναφώνηση]], [[επιφώνημα]] [[προς]] [[εκδίωξη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ευράξ]] ([[πρβλ]]. <i>λαξ</i>, [[οδάξ]], <i>παξ</i>), συσχετίστηκε με τον τ. [[ευρύς]], εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>δε Fράξ</i> (<i>Fραξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ράσσω]], <i>ράττω</i> «[[χτυπώ]], ωθώ, [[προσκρούω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐράξ (Α)
επίρρ.
1. πλαγίως, στα πλάγια
2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].