εύμαχος: Difference between revisions

From LSJ

τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου μάχεται [[κάποιος]] με [[ευκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχέ</i>-<i>μαχος</i>, <i>ιππό</i>-<i>μαχος</i> κ.ά.].
|mltxt=[[εὔμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου μάχεται [[κάποιος]] με [[ευκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αγχέ</i>-<i>μαχος</i>, <i>ιππό</i>-<i>μαχος</i> κ.ά.].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔμαχος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ-μαχος, ιππό-μαχος κ.ά.].