Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
εὔμαχος, -ον (Α)αυτός εναντίον του οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέμαχος, ιππόμαχος κ.ά.].