εὐπαράκλητος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπαράκλητος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατατίθεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παρα</i>-<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρακαλώ]]), | |mltxt=[[εὐπαράκλητος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατατίθεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παρα</i>-<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρακαλώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>παράκ</i>-<i>λητος</i>, <i>δυσ</i>-[[παρά]]-<i>κλητος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐπαράκλητος:''' легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.). | |elrutext='''εὐπαράκλητος:''' легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A easily influenced, πρός τι Pl.Ep.328a, cf. Aristaenet. 2.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράκλητος: -ον, εὐκόλως διὰ παρακλήσεων ἐξιλεούμενος, Πλάτ. Ἐπιστ. 328Α. ΙΙ. εὐκόλως καταπείθων, καταπειστικός, τρόπος Ἀρισταίν. 2. 1.
Greek Monolingual
εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράκλητος: легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).