ηλεκτρισμός: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[μορφή]] ενέργειας που αναπτύσσεται με την [[τριβή]] ορισμένων σωμάτων, όπως το [[ήλεκτρο]], και προκαλεί φαινόμενα έλξεως άλλων σωμάτων, σπινθήρες, νευρικό κλονισμό σε ζώα κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κλάδος]] της φυσικής που ασχολείται ειδικά με την [[περιγραφή]] και [[μελέτη]] των ηλεκτρικών και μαγνητικών φαινομένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]]» — ο [[ηλεκτρισμός]] που παράγεται με την [[τριβή]]<br />θ) «[[δυναμικός]] [[ηλεκτρισμός]]» — ο [[ηλεκτρισμός]] που παράγεται με χημικά ή άλλα [[μέσα]]<br />γ) «[[ατμοσφαιρικός]] [[ηλεκτρισμός]]» — το ηλεκτρικό [[φορτίο]] που ενυπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[μορφή]] ενέργειας που αναπτύσσεται με την [[τριβή]] ορισμένων σωμάτων, όπως το [[ήλεκτρο]], και προκαλεί φαινόμενα έλξεως άλλων σωμάτων, σπινθήρες, νευρικό κλονισμό σε ζώα κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κλάδος]] της φυσικής που ασχολείται ειδικά με την [[περιγραφή]] και [[μελέτη]] των ηλεκτρικών και μαγνητικών φαινομένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]]» — ο [[ηλεκτρισμός]] που παράγεται με την [[τριβή]]<br />θ) «[[δυναμικός]] [[ηλεκτρισμός]]» — ο [[ηλεκτρισμός]] που παράγεται με χημικά ή άλλα [[μέσα]]<br />γ) «[[ατμοσφαιρικός]] [[ηλεκτρισμός]]» — το ηλεκτρικό [[φορτίο]] που ενυπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>electricity</i>, γαλλ. <i>electricite</i>, γερμ. <i>Elektrizitat</i> <span style="color: red;"><</span> [[ήλεκτρο]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό [[Ερμής]] οΛόγιος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. μορφή ενέργειας που αναπτύσσεται με την τριβή ορισμένων σωμάτων, όπως το ήλεκτρο, και προκαλεί φαινόμενα έλξεως άλλων σωμάτων, σπινθήρες, νευρικό κλονισμό σε ζώα κ.λπ.
2. συνεκδ. κλάδος της φυσικής που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή και μελέτη των ηλεκτρικών και μαγνητικών φαινομένων
3. φρ. α) «στατικός ηλεκτρισμός» — ο ηλεκτρισμός που παράγεται με την τριβή
θ) «δυναμικός ηλεκτρισμός» — ο ηλεκτρισμός που παράγεται με χημικά ή άλλα μέσα
γ) «ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός» — το ηλεκτρικό φορτίο που ενυπάρχει στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electricity, γαλλ. electricite, γερμ. Elektrizitat < ήλεκτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].