ηλοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡλοπαγής]], -ές)<br />ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, αόρ. του <i>πήγνυμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυλο</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἡλοπαγής]], -ές)<br />ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, αόρ. του <i>πήγνυμαι</i>), [[πρβλ]]. <i>ξυλο</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἡλοπαγής, -ές)
ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -παγής (< επάγην, αόρ. του πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο-παγής, προσωπο-παγής].