ηχομονωτικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην [[ηχομόνωση]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> <b>φρ.</b> «ηχομονωτικά υλικά» ή [[απλώς]] «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την [[ιδιότητα]] της απορροφητικότητας του ήχου και χρησιμοποιούνται για την [[επένδυση]] τοίχων σε αίθουσες που [[πρέπει]] να μονωθούν από τους θορύβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>sound</i>-<i>proof</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sound</i> «[[ήχος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>proof</i> «[[αδιαπέραστος]]»].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην [[ηχομόνωση]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> <b>φρ.</b> «ηχομονωτικά υλικά» ή [[απλώς]] «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την [[ιδιότητα]] της απορροφητικότητας του ήχου και χρησιμοποιούνται για την [[επένδυση]] τοίχων σε αίθουσες που [[πρέπει]] να μονωθούν από τους θορύβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>sound</i>-<i>proof</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sound</i> «[[ήχος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>proof</i> «[[αδιαπέραστος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση
2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα της απορροφητικότητας του ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που πρέπει να μονωθούν από τους θορύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-proof < sound «ήχος» + proof «αδιαπέραστος»].