ηδύποτο: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἡδύποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται ευχάριστα, [[γλυκός]] στη [[γεύση]] («[[ἡδύποτος]] [[οἶνος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (Α [[ἡδύποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται ευχάριστα, [[γλυκός]] στη [[γεύση]] («[[ἡδύποτος]] [[οἶνος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηδύποτο]]<br />οινοπνευματώδες [[ποτό]] που περιέχει [[οινόπνευμα]] με χυμό καρπών και [[ζάχαρη]], το [[λικέρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ηδυπότις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πότος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]) [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[κατά]]-<i>ποτος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>ποτος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α ἡδύποτος, -ον)
αυτός που πίνεται ευχάριστα, γλυκός στη γεύση («ἡδύποτος οἶνος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύποτο
οινοπνευματώδες ποτό που περιέχει οινόπνευμα με χυμό καρπών και ζάχαρη, το λικέρ
αρχ.
η ηδυπότις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότος (< πίνω) πρβλ. α-κατά-ποτος, ολιγό-ποτος].