ημιτενοντώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες<br /><b>φρ.</b> «[[ημιτενοντώδης]] μυς» — [[ένας]] από τους [[τρεις]] οπίσθιους καμπτήρες μυς του μηρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>semitendinosus</i> (<i>muscle</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>hemi</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>tendinosus</i> «[[τενοντώδης]]». Η λ. στον πληθυντκό <i>ημιτενοντώδεις</i> μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].
|mltxt=-ες<br /><b>φρ.</b> «[[ημιτενοντώδης]] μυς» — [[ένας]] από τους [[τρεις]] οπίσθιους καμπτήρες μυς του μηρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>semitendinosus</i> (<i>muscle</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>hemi</i>- ([[πρβλ]]. <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>tendinosus</i> «[[τενοντώδης]]». Η λ. στον πληθυντκό <i>ημιτενοντώδεις</i> μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ες
φρ. «ημιτενοντώδης μυς» — ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς του μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi- (πρβλ. ημι-) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].