θυλάκιο: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[θυλάκιον]])<br />[[μικρός]] [[θύλακος]], [[σακίδιο]], [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τσέπη]], ο [[θύλακος]] που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[μικρός]] [[κυστικός]] [[σχηματισμός]] που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό [[επιθήλιο]] και αποτελεί [[στοιχείο]] πολλών οργάνων του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[θήκη]] του σπέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ( | |mltxt=το (Α [[θυλάκιον]])<br />[[μικρός]] [[θύλακος]], [[σακίδιο]], [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τσέπη]], ο [[θύλακος]] που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[μικρός]] [[κυστικός]] [[σχηματισμός]] που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό [[επιθήλιο]] και αποτελεί [[στοιχείο]] πολλών οργάνων του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[θήκη]] του σπέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. <i>κελύφ</i>-<i>ιον</i>, <i>ωτ</i>-<i>ίον</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α θυλάκιον)
μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι
νεοελλ.
1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων
2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών οργάνων του σώματος
αρχ.
η θήκη του σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κελύφ-ιον, ωτ-ίον)].