ιμάτιο: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱμάτιον]], Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)<br />[[ένδυμα]], [[ρούχο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρούχο]] που φοριέται [[κατάσαρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερικό [[ένδυμα]] που φοριόταν [[πάνω]] από τον χιτώνα<br /><b>2.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τήβεννος]]<br /><b>3.</b> ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή [[κάτι]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, [[χωρίς]] οπλισμό, εν [[καιρώ]] ειρήνης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[εἷμα]] ([[αντί]] [[εἱμάτιον]]), που προήλθε με [[τροπή]] του <i>ει</i> σε <i>ι</i> λόγω αφομοιώσεως [[προς]] το <i>ι</i> της κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βυβλίον]] &GT; [[βιβλίον]]). Τύποι [[εἱμάτιον]] / <i>ἡμάτιον</i> μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο [[συχνά]] στον πληθ. <i>ἱμάτια</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιματεύομαι]], [[ιματιδάριον]], [[ιματίδιον]], [[ιματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιματάκιν]], [[ιματίτσιν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιματιοθήκη]], [[ιματιοπράτης]], [[ιματιοπώλης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιματηγός]], [[ιματιοκάπηλος]], [[ιματιοκλέπτης]], [[ιματιομίσθης]], [[ιματιομισθωτής]], <i>ιματιοποιΐα</i>, [[ιματιοπλύτης]], [[ιματιουργός]], [[ιματιοφόριον]], [[ιματιοφορίς]], [[ιματοκλέπτης]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιματιοφύλαξ]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱμάτιον]], Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)<br />[[ένδυμα]], [[ρούχο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρούχο]] που φοριέται [[κατάσαρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερικό [[ένδυμα]] που φοριόταν [[πάνω]] από τον χιτώνα<br /><b>2.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τήβεννος]]<br /><b>3.</b> ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή [[κάτι]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, [[χωρίς]] οπλισμό, εν [[καιρώ]] ειρήνης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[εἷμα]] ([[αντί]] [[εἱμάτιον]]), που προήλθε με [[τροπή]] του <i>ει</i> σε <i>ι</i> λόγω αφομοιώσεως [[προς]] το <i>ι</i> της κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[βυβλίον]] > [[βιβλίον]]). Τύποι [[εἱμάτιον]] / <i>ἡμάτιον</i> μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο [[συχνά]] στον πληθ. <i>ἱμάτια</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιματεύομαι]], [[ιματιδάριον]], [[ιματίδιον]], [[ιματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιματάκιν]], [[ιματίτσιν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιματιοθήκη]], [[ιματιοπράτης]], [[ιματιοπώλης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιματηγός]], [[ιματιοκάπηλος]], [[ιματιοκλέπτης]], [[ιματιομίσθης]], [[ιματιομισθωτής]], <i>ιματιοποιΐα</i>, [[ιματιοπλύτης]], [[ιματιουργός]], [[ιματιοφόριον]], [[ιματιοφορίς]], [[ιματοκλέπτης]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιματιοφύλαξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱμάτιον, Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)
ένδυμα, ρούχο
μσν.
ρούχο που φοριέται κατάσαρκα
αρχ.
1. εξωτερικό ένδυμα που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα
2. (στους Ρωμαίους) η τήβεννος
3. ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή κάτι, σκέπασμα
4. φρ. («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, χωρίς οπλισμό, εν καιρώ ειρήνης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. εἷμα (αντί εἱμάτιον), που προήλθε με τροπή του ει σε ι λόγω αφομοιώσεως προς το ι της κατάλ. -ιον (πρβλ. βυβλίον > βιβλίον). Τύποι εἱμάτιον / ἡμάτιον μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο συχνά στον πληθ. ἱμάτια.
ΠΑΡ. αρχ. ιματεύομαι, ιματιδάριον, ιματίδιον, ιματίζω
μσν.
ιματάκιν, ιματίτσιν.
ΣΥΝΘ. ιματιοθήκη, ιματιοπράτης, ιματιοπώλης
αρχ.
ιματηγός, ιματιοκάπηλος, ιματιοκλέπτης, ιματιομίσθης, ιματιομισθωτής, ιματιοποιΐα, ιματιοπλύτης, ιματιουργός, ιματιοφόριον, ιματιοφορίς, ιματοκλέπτης
(αρχ. -μσν.) ιματιοφύλαξ].