ισχαδοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχαδοπώλης]], ό, θηλ. [[ἰσχαδόπωλις]] (Α)<br />αυτός που πουλά ή εμπορεύεται [[ξηρά]] σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυο</i>-[[πώλης]], <i>παντο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=[[ἰσχαδοπώλης]], ό, θηλ. [[ἰσχαδόπωλις]] (Α)<br />αυτός που πουλά ή εμπορεύεται [[ξηρά]] σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ιχθυο</i>-[[πώλης]], <i>παντο</i>-[[πώλης]].
}}
}}

Revision as of 10:04, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)
αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, παντο-πώλης.