ιστιοδέτης: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ<br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]], με [[μήκος]] [[πέντε]] ή έξι οργιές, κατάλληλο για το [[δέσιμο]] τών ιστίων, κν. [[σάγουλα]] τών πανιών της αποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>[ΙΙ]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυρο</i>-[[δέτης]], <i>λαιμο</i>-[[δέτης]].
|mltxt=ὁ<br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]], με [[μήκος]] [[πέντε]] ή έξι οργιές, κατάλληλο για το [[δέσιμο]] τών ιστίων, κν. [[σάγουλα]] τών πανιών της αποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>[ΙΙ]), [[πρβλ]]. <i>αγκυρο</i>-[[δέτης]], <i>λαιμο</i>-[[δέτης]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual


ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών της αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο-δέτης, λαιμο-δέτης.