κακίων: Difference between revisions
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακίων]], -ον (Α)<br />συγκριτ. του [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. -<i>ίων</i> ( | |mltxt=[[κακίων]], -ον (Α)<br />συγκριτ. του [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. -<i>ίων</i> ([[πρβλ]]. <i>αισχ</i>-<i>ίων</i>, <i>ηδ</i>-<i>ίων</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:10, 23 August 2021
English (LSJ)
v. κακός.
German (Pape)
[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.
French (Bailly abrégé)
Cp. de κακός.
Greek Monolingual
κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].
Greek Monotonic
κᾰκίων: κάκιστος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του κακός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακίων comp., zie κακός.
Russian (Dvoretsky)
κακίων: (эп. ῐ, атт. ῑ) compar. к κακός.