κακοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς [[ἵππος]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), | |mltxt=[[κακοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς [[ἵππος]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>σκελής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A with bad legs, ἵππος X.Mem.3.3.4.
German (Pape)
[Seite 1303] ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a des jambes mauvaises, faibles.
Étymologie: κακός, σκέλος.
Greek Monolingual
κακοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, ταχυ-σκελής].
Greek Monotonic
κᾰκοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοσκελής: имеющий плохие, т. е. слабые ноги (ἵππος Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοσκελής -ές [κακός, σκέλος] met slechte benen (van een paard).
Middle Liddell
κᾰκο-σκελής, ές σκέλος
with bad legs, Xen.