κακοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς [[ἵππος]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=[[κακοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς [[ἵππος]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσκελής Medium diacritics: κακοσκελής Low diacritics: κακοσκελής Capitals: ΚΑΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: kakoskelḗs Transliteration B: kakoskelēs Transliteration C: kakoskelis Beta Code: kakoskelh/s

English (LSJ)

ές, A with bad legs, ἵππος X.Mem.3.3.4.

German (Pape)

[Seite 1303] ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des jambes mauvaises, faibles.
Étymologie: κακός, σκέλος.

Greek Monolingual

κακοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, ταχυ-σκελής].

Greek Monotonic

κᾰκοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοσκελής: имеющий плохие, т. е. слабые ноги (ἵππος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοσκελής -ές [κακός, σκέλος] met slechte benen (van een paard).

Middle Liddell

κᾰκο-σκελής, ές σκέλος
with bad legs, Xen.