κακοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> ( | |mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> ([[πρβλ]]. <i>καλο</i>-<i>σύνη</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.
Greek Monolingual
η (Μ κακοσύνη)
μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία
νεοελλ.
1. κακία, έχθρα
2. οργή, θυμός
μσν.
1. κακό, κακή πράξη
2. σωματική κάκωση, κακοποίηση
3. κακοτυχία
4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλο-σύνη)].