κακοτεχνής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κακοτεχνής]], -ές)<br />[[κακότεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), | |mltxt=-ές (Α [[κακοτεχνής]], -ές)<br />[[κακότεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>τεχνής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].
Greek Monotonic
κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.
Middle Liddell
κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]