κακόφημος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφημος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη [[συνοικία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[κακώς]], που φέρνει κακές ειδήσεις, [[δυσοίωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γεμάτο [[στόμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφημον</i><br />κακοί, δυσοίωνοι λόγοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοφήμως</i> (Μ)<br />με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>φημος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>φημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφημος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη [[συνοικία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[κακώς]], που φέρνει κακές ειδήσεις, [[δυσοίωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γεμάτο [[στόμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφημον</i><br />κακοί, δυσοίωνοι λόγοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοφήμως</i> (Μ)<br />με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), [[πρβλ]]. <i>αγλαό</i>-<i>φημος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>φημος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφημος Medium diacritics: κακόφημος Low diacritics: κακόφημος Capitals: ΚΑΚΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: kakóphēmos Transliteration B: kakophēmos Transliteration C: kakofimos Beta Code: kako/fhmos

English (LSJ)

ον, A ill-sounding, ominous, Sch.S.Aj.214; τὸ κ. evil or ominous words, J.BJ6.5.3; of persons, foul-mouthed, Ptol.Tetr.166. Adv. -μως with evil words, abusively, Man.5.323.

German (Pape)

[Seite 1305] von übler Vorbedeutung; – übel berüchtigt, in üblen Ruf bringend, Sp. – Adv., Han. 5, 323.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφημος: -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόφημος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφημον
κακοί, δυσοίωνοι λόγοι.
επίρρ...
κακοφήμως (Μ)
με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. αγλαό-φημος, ψευδό-φημος].