κακόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[χροιά]], άσχημο [[χρώμα]] («κακόχροοι ὀφθαλμοί», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κακό]] χρωματισμό, κακή [[απόχρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>ηδύ</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=[[κακόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[χροιά]], άσχημο [[χρώμα]] («κακόχροοι ὀφθαλμοί», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κακό]] χρωματισμό, κακή [[απόχρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>ηδύ</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόχρους Medium diacritics: κακόχρους Low diacritics: κακόχρους Capitals: ΚΑΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: kakóchrous Transliteration B: kakochrous Transliteration C: kakochrous Beta Code: kako/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόχροος.

Greek Monolingual

κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους, ηδύ-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.