καλλίπους: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλίπους]], -οδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ωραία πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), | |mltxt=[[καλλίπους]], -οδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ωραία πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[γυμνό]]-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, A with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.
Greek Monolingual
καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].