κανίδιον: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[καλάθι]], [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] που χρησιμοποιούσαν και ως [[μέτρο]] χωρητικότητας στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καπρ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=[[κανίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[καλάθι]], [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] που χρησιμοποιούσαν και ως [[μέτρο]] χωρητικότητας στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>καπρ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανίδιον Medium diacritics: κανίδιον Low diacritics: κανίδιον Capitals: ΚΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kanídion Transliteration B: kanidion Transliteration C: kanidion Beta Code: kani/dion

English (LSJ)

τό, little basket (unless = κνίδιον), PPar. Wess. p. 245, Sammelb. 7243.12 (iv AD).

Greek (Liddell-Scott)

κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.

Greek Monolingual

κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].