κανίδιον
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό, little basket (unless = κνίδιον), PPar. Wess. p. 245, Sammelb. 7243.12 (iv AD).
Greek (Liddell-Scott)
κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.
Greek Monolingual
κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρίδιον, χοιρίδιον)].