καρηβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρηβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που αισθάνεται [[βάρος]] στο [[κεφάλι]], που έχει πονοκέφαλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρη]] «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>, <i>χειρο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=[[καρηβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που αισθάνεται [[βάρος]] στο [[κεφάλι]], που έχει πονοκέφαλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρη]] «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>, <i>χειρο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp.
|elnltext=καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp.
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρής Medium diacritics: καρηβαρής Low diacritics: καρηβαρής Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΗΣ
Transliteration A: karēbarḗs Transliteration B: karēbarēs Transliteration C: karivaris Beta Code: karhbarh/s

English (LSJ)

ές, A drowsy, comatose, prob. l. in Hp. Epid.3.6, cf. Gal.16.579. II producing drowsiness, νότος Sch. Arat.786.

German (Pape)

[Seite 1327] ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.

Greek Monolingual

καρηβαρής, -ές (Α)
αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο-βαρής, χειρο-βαρής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp.