Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρό: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /> <b>1.</b> [[τετράγωνο]]<br /> <b>2.</b> ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε [[σχήμα]] τετραγώνου<br /> <b>3.</b> η μία από τις [[τέσσερεις]] φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>carreau</i> «[[τετράγωνο]]»].
|mltxt=το<br /> <b>1.</b> [[τετράγωνο]]<br /> <b>2.</b> ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε [[σχήμα]] τετραγώνου<br /> <b>3.</b> η μία από τις [[τέσσερεις]] φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>carreau</i> «[[τετράγωνο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. τετράγωνο
2. ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε σχήμα τετραγώνου
3. η μία από τις τέσσερεις φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carreau «τετράγωνο»].