καρό: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /> <b>1.</b> [[τετράγωνο]]<br /> <b>2.</b> ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε [[σχήμα]] τετραγώνου<br /> <b>3.</b> η μία από τις [[τέσσερεις]] φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>carreau</i> «[[τετράγωνο]]»].
|mltxt=το<br /> <b>1.</b> [[τετράγωνο]]<br /> <b>2.</b> ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε [[σχήμα]] τετραγώνου<br /> <b>3.</b> η μία από τις [[τέσσερεις]] φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>carreau</i> «[[τετράγωνο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. τετράγωνο
2. ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε σχήμα τετραγώνου
3. η μία από τις τέσσερεις φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carreau «τετράγωνο»].