καταπτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπτυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πολλές πτυχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>πτυχής</i>, <i>περι</i>-<i>πτυχής</i>].
|mltxt=[[καταπτυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πολλές πτυχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]]), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-<i>πτυχής</i>, <i>περι</i>-<i>πτυχής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτῠχής Medium diacritics: καταπτυχής Low diacritics: καταπτυχής Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΧΗΣ
Transliteration A: kataptychḗs Transliteration B: kataptychēs Transliteration C: kataptychis Beta Code: kataptuxh/s

English (LSJ)

ές, A with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.

German (Pape)

[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des replis nombreux ou profonds.
Étymologie: κατά, πτύσσω.

Greek Monolingual

καταπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πολλές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισο-πτυχής, περι-πτυχής].

Greek Monotonic

καταπτῠχής: -ές (πτύχη), αυτός που έχει πλούσιες πτυχές, πολλές διπλώσεις, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

καταπτῠχής: имеющий много складок, весь в складках, складчатый (ἐμπερόναμα Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπτυχής -ές [κατα, πτύσσω] met veel plooien.

Middle Liddell

κατα-πτῠχής, ές [πτύχη]
with ample folds, Theocr.