κεράς: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "<b class="b2">Fr.anon</b>" to "Fr.anon") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κεράς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />ποιητ. τ. θηλ. του [[κεραός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κεράς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> αναμεμιγμένα, ανάμικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κερα</i>- του [[κεράννυμι]] ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κεράς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />ποιητ. τ. θηλ. του [[κεραός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κεράς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> αναμεμιγμένα, ανάμικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κερα</i>- του [[κεράννυμι]] ([[πρβλ]]. <i>ε</i>-<i>κάς</i>)].<br /><b>(III)</b><br />ο [[κερί]]<br />ο [[κατασκευαστής]] ή [[πωλητής]] κηρού ή κεριών. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 23 August 2021
English (LSJ)
(A), άδος, ἡ, poet. fem. of κεραός, Eust. 1625.45; but in Hsch., κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
κεράς (B), Adv. A mixed, glossed by κεραστικῶς, Call.Fr.anon.34.
German (Pape)
[Seite 1421] gemischt, = κεραστικῶς, Suid., vgl. Lob. Paralip. p. 223. άδος, ἡ, gehörnt, fem. zu κεραός, bei Eust. 1625, 43 = κεραΐς .
Greek (Liddell-Scott)
κεράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κεραός, Εὐστ. 1625. 45· καθ’ Ἡσύχ. «κεράδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα».
Greek Monolingual
(I)
κεράς, -άδος, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κεραός.
(II)
κεράς (Α)
επίρρ. αναμεμιγμένα, ανάμικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερα- του κεράννυμι (πρβλ. ε-κάς)].
(III)
ο κερί
ο κατασκευαστής ή πωλητής κηρού ή κεριών.